Η Δομική οστεοπαθητική είναι η πιο γνωστή από τις οστεοπαθητικές θεραπείες. Αρκετά συχνά ο όρος χρησιμοποιείται λανθασμένα για να προσδιοριστεί η οστεοπαθητική.
Η δομική οστεοπαθητική περιγράφει τη διάγνωση και τη θεραπεία δυσλειτουργιών στο μυοσκελετικό σύστημα. Περιορισμοί στο πλαίσιο του μυοσκελετικού συστήματος μπορούν να βρουν τις αιτίες τους σε διάφορες δομές και ιστούς. Μπορούν να πάρουν επίσης μορφή ως δυσλειτουργία των οστών και των αρθρώσεων, ως μυϊκή ένταση και ίνωση, συμφύσεις στην περιτονία, κ.α.
Με βάση τις συγκεκριμένες αρχές, η δομική οστεοπαθητική αναγνωρίζει τη σημασία της αλληλεξάρτησης μεταξύ της δομής του σώματος και της λειτουργίας του. Μια δυσλειτουργία μίας άρθρωσης ή ιστού, γενικά, χαρακτηρίζεται από μείωση στην κινητικότητα και της ελαστικότητας, θα επηρεάσει την βιομηχανική και τη συνολική λειτουργία της εν λόγω περιοχής. Ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη πίεση θα δοθεί στις γύρω δομές στην προσπάθεια να αντισταθμίσουν τις αλλαγές. Με το χρόνο και τη χρονιότητα, η αυξημένη πίεση θα προκαλέσει σταδιακά περιορισμό της δομής που λειτουργεί αντισταθμιστικά. Παρόμοια με την πτώση ντόμινο η διαδικασία ξεκινά και πάλι με παθολογικές προσαρμογές και υποκινητικότητα (ή υπερκινητικότητα) σε μια άλλη περιοχή.